μικροϊδιοκτήτης

μικροϊδιοκτήτης
ο
αυτός που έχει ακίνητη περιουσία μικρής αξίας: Προεκλογικά υποσχέθηκαν μέτρα που θα ευνοούσαν τους μικροϊδιοκτήτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροϊδιοκτήτης — ο, θηλ. μικροϊδιοκτήτρια ιδιοκτήτης μικρής ακίνητης περιουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”